
Έτσι γράφει η μπορντό πινακίδα που σε καλωσορίζει στο λιμάνι της Δονούσσας. Λίγα λεπτά πιο πριν, ήμουν καθιστή στην πλώρη του σκάφους και μπορούσα να ξεχωρίσω ένα προς ένα τα ασπρομπλέ σπίτια του νησιού. Η Χώρα είναι τόσο μικρή κι έτσι σε 15 λεπτά, άντε 25’ με αργό περπάτημα την έχεις γυρίσει. Η παραλία που βρίσκεται κάτω από τα σπίτια, παραλία που σε αντίστοιχα νησιά είναι συνήθως ξεχασμένη αφού είναι δίπλα στο λιμάνι και έτσι κανείς δεν κάνει το τολμηρό βήμα να βουτήξει, είναι τόσο καθαρή και ωραία που μπορείς άνετα να κάνεις μπάνιο.
Σε μια βόλτα έχεις ήδη δει τα 2 μπαρ, τις ταβέρνες, τον φούρνο με τα χειροποίητα σφολιατοειδή, το ιατρείο, το δημοτικό, το γυμνάσιο «με τις τάξεις λυκείου» όπως αναγράφεται στην πινακίδα, τα ΚΕΠ και την εκκλησία του Σταυρού.

Οι παραλίες δεν είναι βολικές στην πρόσβαση αλλά αν έχεις όρεξη να περπατήσεις, φτάνεις και απολαμβάνεις τη μαγεία της υπόθεσης. Αν όχι, παίρνεις το αυτοκίνητο. Ο Κέδρος και το Λιβάδι είναι οι καλύτερες. Μου είπαν ότι το καλοκαίρι, 1.200 άτομα φτάνουν ώστε να γεμίσει το νησί. Οι κλίνες των ξενοδοχείων μπορούν να φιλοξενήσουν γύρω στα 250 άτομα. Οι υπόλοιποι 950 γεμίζουν τις παραλίες με τις σκηνές τους.
Το νησί απαρτίζεται από 110 κατοίκους. Οι 10 είναι οι αναπληρωτές δάσκαλοι και καθηγητές του σχολείου και ο γιατρός. Η ζωή μοιάζει ιδανική. Λες καλημέρα σε όλους και τους ξέρεις με το όνομα τους. Ιδανική για σένα που ξέρεις ότι σε 2,3, 5 μέρες θα επιστρέψεις και πάλι στην απρόσωπη και ασφαλή καθημερινότητα σου με τις απεριόριστες δυνατότητες και επιλογές. Γνώρισα τις δασκάλες και τη γιατρό του νησιού. Η κάθε μια είναι 23, 25 και 26 χρονών αντίστοιχα. Τις ρώτησα τι κάνουν εδώ το χειμώνα.
Το πρόγραμμα τους είναι το ίδιο κάθε μέρα αλλά ζουν σε τέλεια κυκλαδίτικα σπίτια με μεγάλες, ρομαντικές αυλές όπου ένας καφές ή γεύμα με θέα τη θάλασσα στα 500 μέτρα φτάνει για να νιώσεις ελεύθερος κι ευτυχισμένος. Λένε «καλημέρα» σε όλους και γελάνε με τα αστεία των ντόπιων, κάνουν παρέα με τους άλλους 10 νέους του νησιού και κάθε απόγευμα ξέρουν ότι θα τους συναντήσουν στην καφετέρια για τσάι ή καφέ, έχουν δεθεί με τους μαθητές τους και είναι περήφανες που κατά κάποιο τρόπο είναι τα πρότυπα και οι σεβαστές «αρχές» του νησιού. Σε ένα νησί με τόσους λίγους κατοίκους εννοείται ότι αυτά ισχύουν ακόμα. Δεν έχουν αγόρια, ούτε μπορούν να συνάψουν σχέση με κάποιον. Δεν μπορούν να ψωνίσουν ρούχα από μαγαζιά και ξέρουν ότι σε κάθε προϊόν υπάρχει ένα είδος να αγοράσουν. Παρόλο που ξέρουν ότι του χρόνου θα φύγουν από εκεί, δεν ανυπομονούν καθόλου για εκείνη την στιγμή.

Τελευταίο απόγευμα. Καθισμένη στο επιμελώς βαμμένο γαλάζιο πεζούλι του καφενείου που λειτουργεί και σαν μπακάλικο, άκουγα τις συζητήσεις τεσσάρων ντόπιων. Οι δύο ήταν γύρω στα 70 και ήταν αρκετά ελαφριά ντυμένοι για τα δεδομένα του κρύου εκείνης της στιγμής κι ο ένας γύρω στα 35 με φάτσα που έφερνε σε κάτοικο κάποιας άλλης βαλκανικής χώρας. Συζητήσουν για τα προβλήματα ύδρευσης του νησιού. Το θέμα τους αν και τόσο κοντινό και σοβαρό γι’ αυτούς, ήταν αρκετά μακρινό για μένα που την άλλη ημέρα θα γυρνούσα σπίτι μου ώστε να το συμμεριστώ.
Έτσι άρχισα να προσπαθώ να φανταστώ το νησί στην καλοκαιρινή του εκδοχή. Πως θα ήταν να κάθομαι στο συγκεκριμένο πεζούλι, την ίδια ώρα (γύρω στις 7 το απόγευμα), λίγους μήνες μετά. Συγκεκριμένα τον Ιούλιο. Θα έβλεπα κόσμο να περνάει και να βολτάρει στο λιμάνι. Τις θέσεις των ντόπιων θα είχαν πάρει τουρίστες και νέοι που θα γελούσαν με επίκαιρα αστεία μετά από το μπάνιο ή πριν τον απογευματινό τους ύπνο και την προετοιμασία για το βράδυ. Στο μπαλκόνι της ταβέρνας, ακριβώς από πάνω, αγόρια με μαγιό θα έτρωγαν λαίμαργα χωριάτικη σαλάτα και θαλασσινά ή πίτες σουβλάκι. «Στις 12 στο Σκαντζόχοιρο» (το μπαρ του νησιού), θα φώναζε μια κοπέλα σε μια παρέα αγοριών που εκείνη την μέρα γνώρισε με τις φίλες της στην παραλία και θα έφευγε γεμάτη ελπίδες για το βράδυ και αμφιβολίες για το πόσο καλά ή πρόχειρα πρέπει να ντυθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου