Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Lighter life



Οι «καλές» ημέρες είναι αυτές που έχω φύγει από τη δουλειά σχετικά ξεκούραστη, σχετικά στην ώρα μου, έξω δεν έχει νυχτώσει και έχει σχετικά καλό καιρό. Παρόλο που για μένα αυτό θεωρείται καθαρή τύχη και που σε αντίστοιχο συναίσθημα ενός πιο αισιόδοξου από εμένα άτομο θα μεταφράζονταν σε περπάτημα με αναπήδημα κάθε 4 βήματα, ίσως θεωρήσεις κάπως συγκρατημένο τον ενθουσιασμό μου.

Χτες το απόγευμα ήταν μια από αυτές τις ημέρες και σχεδόν τίποτα δεν πήγε στραβά. Είναι οι μέρες που δεν παίρνω το μετρό και περπατάω ως το Σύνταγμα με τα πόδια. Αφενός επειδή βρίσκω ευκαιρία να κάνω την αγαπημένη μου διαδρομή (αυτή που θα σου περιγράψω και δικαιολογεί το μεγάλο σε μέγεθος ποστ παρόλο που να ξέρεις δεν τα συμπαθώ), αφετέρου γιατί η αλλαγή γραμμής στο μετρό (ακόμα κι αν πρόκειται για 2 στάσεις) μου φαίνεται εγχείρημα πιο βαρετό κι από το να με αναγκάσεις να ακούω ΕΡΑ ΣΠΟΡ για 8 ώρες συνεχόμενα.

Αγοράζω αναπτήρα από το περίπτερο. Στρίβω τσιγάρο. Είμαι Κηφισίας. Περνάω απέναντι. Βλέπω το τρόλεϊ. Θα το προτιμήσω ώστε να αποφύγω το αρχικό μέρος της διαδρομής που δεν με εντυπωσιάζει. Δεν ανάβω το τσιγάρο τελικά. Σε 2 στάσεις κατεβαίνω. Ανεβαίνω από Νεοφύτου Βάμβα, αναγνωρίζω το κτίριο των Friday’s και ζηλεύω τις χρωματιστές σαλάτες και τα μελωμένα rib που βλέπω να σερβίρονται από τα τζάμια. Στρίβω αριστερά.

Πλατεία Κολωνακίου. Βγάζω το τσιγάρο από την τσέπη μου. Ιδανική ώρα, ιδανικό μέρος. Φτου. Ο αναπτήρας δεν ανάβει. Προσπάθεια δεύτερη, τρίτη, τέταρτη. Ο αντίχειρας μου έχει αρχίσει να πονάει. Χαλασμένο πήρα (γαμώτο). Κατεβαίνω την Κανάρη. Το βλέμμα μου σταματάει στο περίπτερο που απλώνεται σαν χταπόδι. Περιλαμβάνει ειδικό τμήμα για σοκολάτες. Τόσες πολλές που περιέχουν όλους τους ευσεβείς και ανομολόγητους πόθους σου για πρόχειρο γλυκό.

Είναι ακόμα ημέρα. Έχει τόσο ανοιξιάτικο το απόγευμα που νιώθω σχεδόν περιττή τη δεύτερη χοντρή ζακέτα που φοράω. Παίρνω θάρρος και κάνω πέμπτη προσπάθεια να ανάψω το τσιγάρο. Τίποτα. Ο αναπτήρας επιμένει. Φαντάζομαι τον εαυτό μου αγανακτισμένο να γυρνάει στον περιπτερά και να τον δίνει πίσω για να τον αντικαταστήσει με έναν καινούριο που αξίζει σε εκείνο το απόγευμα.


Κατεβαίνω από την οδό Κριεζώτου. Η αγαπημένη μου αντίθεση. Η γκαλερί Ζουμπουλάκης και το κατάστημα παπουτσιών Παλαβίδης. Το μοναδικό κοινό τους είναι ότι είναι και τα δύο εξωφρενικά ακριβά. Ναι, και ο Παλαβίδης. Λόγω παλαιότητας (άρα και κύρους) φαντάζομαι.

Φτάνω έξω από το μετρό στο Σύνταγμα. Είμαι έτοιμη να πετάξω τον αναπτήρα στο βυθό της τσάντας μου και να μείνει για πάντα εκεί αλλά ένα παιδί μου δίνει φυλλάδιο. Αυτόματα το χέρι μου κάνει την κίνηση να το τσαλακώσει αλλά περιμένω λίγα λεπτά ώστε να χαθώ από το πεδίο ορατότητας του σε περίπτωση που είχε σκεφτεί να κοιτάξει την παλάμη μου. Δεν είναι ευγενικό. Ο αναπτήρας είναι ακόμα στο χέρι μου. Γλιστράει. Τον πιάνω και ενστικτωδώς γυρνάω το καρούλι του. Άναψε. Είμαι στο βαγόνι.

1 σχόλιο:

Stelluna είπε...

Θυμήσου μια μέρα που θα κατέβουμε μαζί, να σου δείξω το κτίριο-μυστήριο... Κι αν ξέρεις τι είναι, θα σε κεράσω πίτα από την Κριεζώτου!